ἀδελφαί S.OC1055
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίστολος — δίστολος, ον (Α) φρ. «ἀδελφαὶ δίστολοι» οι δύο αδελφές μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + στολος < στόλος < στέλλω] … Dictionary of Greek
διστόλους — δίστολος in pairs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)